- ἰολόχευτος
- ἰολόχευτος [ῑ], ον, (ἰός B)A born of venom, Procl.H.1.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιολόχευτος — ἰολόχευτος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε από δηλητήριο, αυτός που βγήκε από φαρμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + λόχευτος (< λοχεύω), πρβλ. α λόχευτος αρτι λόχευτος] … Dictionary of Greek
ἰολόχευτον — ἰολόχευτος born of venom masc/fem acc sg ἰολόχευτος born of venom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek